- λοξῷ
- λοξόςslantingmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λοξώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Boρέα και μαζί με τις αδελφές της μετέφερε τα δώρα των υπερβόρειων Αριμασπών προς τον Απόλλωνα και την Άρτεμη στη Δήλο. Το όνομά της προέρχεται πιθανότατα από τον Απόλλωνα Λοξία. * * *… … Dictionary of Greek
λοξώ — λοξός slanting masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HECAERGE — nympha Claud. in 2. Cons. Stilich. Carm. 24. v. 253. Metuenda feris Hecaerge Et soror, optatum numen venantibus, Opis. Callimach. Οὖπις το Λοξώ τε καὶ εὐαίων Ε῾καέργη. Nic. Lloyd. Eadem cum Hecate, Voss. Sicut enim Apollo Ε῾κάεργος quasi ὁ τὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
λοξός — ή, ό (AM λοξός, ή, όν) 1. ο μη ευθύς, αυτός που σχηματίζει οξεία γωνία προς την ευθεία, πλάγιος (α. «ο δρόμος αυτός είναι λοξός προς τον κεντρικό» β. «λοξὸς κύκλος», Αριστοτ. γ. «λοξὴ φάλαγξ», Ασκληπιόδ.) 2. (για βλέμμα) α) κακός, φθονερός… … Dictionary of Greek
Archery — competition in West Germany in the early 1980s … Wikipedia
Loxo — LOXO, us, Gr. Λοξὼ, ους, (⇒ Tab. VII.) eine von den Töchtern des Boreas. Callimach. Hymn. in Del. v. 292. Sieh Boreas und Hecaerge … Gründliches mythologisches Lexikon
Opis (Hyperborea) — Opis (griechisch Ὦπις), auch Upis (Οὖπις) ist in der griechischen Mythologie eine hyperboreische Jungfrau, die in Zusammenhang mit den Kulten des Apollon und der Artemis Eileithyia nach Delos kam, dort starb und deren Grab kultisch verehrt… … Deutsch Wikipedia
επιλοξώ — ἐπιλοξῶ, όω (Α) βλέπω λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λοξώ «τοποθετώ πλαγίως» (< λοξός)] … Dictionary of Greek
λοξώνω — (AM λοξῶ, όω, Μ και λοξώνω) [λοξός] κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῡ μεσημβρινοῡ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.) αρχ. ρίχνω κάτι πλάγια … Dictionary of Greek
λόξωση — η (AM λόξωσις) [λοξώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λοξώνω, η λόξευση («ἀναρμόστως ἔχειν τὰ κλίματα διὰ τὴν λόξωσιν», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «λόξωση τής εκλειπτικής» αστρον. η γωνία που σχηματίζεται από τα επίπεδα τής εκλειπτικής και τού ουράνιου … Dictionary of Greek